περιδρομίς

περιδρομίς
-ίδος, ἡ, Α
(στη Βαβυλώνα) δρόμος που περιέτρεχε την κορυφή τών τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίδρομος + επίθημα -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”